ΟΜΙΛΙΑ ΣΕ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

 

Ομιλία σε αρχαιολογικό συνέδριο στο Μουσείο Καβάλας στις 15.09.2005

 

 

Όταν βρέθηκα για πρώτη φορά στον χώρο της Βασιλικής Β’ των Φιλίππων αντίκρυσα ένα μεγάλο αριθμό διαμελισμένων μαρμάρινων αρχιτεκτονικών μελών που κείτονταν διάσπαρτα εντός και εκτός του μνημείου. Καθώς ο αρχαιολόγος κύριος Χαράλαμπος Μπακιρτζής μου μιλούσε για την ιστορία του μνημείου και με ενημέρωνε για το πρόγραμμα της αναστήλωσης, ένιωσα ότι είχα μπροστά μου πληγωμένους στρατιώτες που έπρεπε εγώ και οι συνεργάτες μου να τους θεραπεύσουμε.

            Με πολλή προσοχή, με ευλάβεια θα μπορούσα να πω, πήραμε στα χέρια μας αυτά τα πληγωμένα μάρμαρα και αρχίσαμε την διαδικασία της συντήρησης, της συμπλήρωσης με νέα μάρμαρα και της συγκόλλησης μεταξύ των ώστε να αποτελέσουν ακέραια αρχιτεκτονικά μέλη και μετά από 13 αιώνες να μπουν πάλι στην θέση τους. Η ιστορία και η ιερότητα αυτών των μαρμάρων μας δημιουργούσε ρίγος μόνο που τα αγγίζαμε και ξέραμε πολύ καλά ότι όσες φορές και αν απαιτείται αυτά να μετακινηθούν ή να ανατραπούν για να εκτελέσουμε τις πιο πάνω εργασίες δεν έπρεπε επάνω τους να αφήσουμε τα ίχνη μας. Πάντα ερχόταν στο μυαλό μου η φράση του Κονοβα όταν ο Έλγιν του ζήτησε να συμπληρώσει τα κλεμμένα γλυπτά του Παρθενώνα «είναι ιεροσυλία μόνο που θα τ’ αγγίξει κανείς».

            Κατά την διάρκεια αναστήλωσης αυτού του τμήματος της βόρειας κιονοστοιχίας της Βασιλικής Β. των Φιλίππων συναντήσαμε πολλές δυσκολίες. Η πιο δύσκολη και κρίσιμη φάση ήταν κατά την τοποθέτηση του τελευταίου τμήματος ενός τόξου. Το κλειδί, το οποίο καθώς έπρεπε να έχει απόλυτη εφαρμογή, είχαμε αφήσει κάποια χιλιοστά άπεργο για να λαξευτεί επί τόπου.

            Η διαδικασία για την τελική λάξευση και τοποθέτηση αυτού του τμήματος είχε ξεκινήσει νωρίς το απόγευμα, τότε ακριβώς που ξεκίνησε και η γκρίνια του γερανίστα. Αμέτρητες φορές βάλαμε το κώνικο κλειδί στο κενό που δημιούργησαν οι δύο γειτονικοί θολίτες και από την άλλη πλευρά προσπαθούσα εγώ να δω ανάμεσα στις σχισμές τα σημεία εκείνα που έπρεπε διαδοχικά να λαξευτούν. Σ’ αυτό με βοηθούσε αρκετά και ο ήλιος από απέναντι καθώς ήταν προς την δύση του. Μόλις όμως χάθηκε και άρχισε σιγά-σιγά να σκοτεινιάζει μου ήταν αδύνατο να διακρίνω τα σημεία εκείνα στις παράπλευρες επιφάνειες που για δέκατα του χιλιοστού εμπόδιζαν το κωνικό κλειδί να εφαρμόσει απόλυτα στην θέση του.

Ο κύριος Μπακιρτζής που παρακολουθούσε με προσοχή όλη αυτή την διαδικασία αντιλήφθηκε το πρόβλημα μας και βρήκε την λύση. Ανεβαίνει στο τζιπ της υπηρεσίας, κάνει 5 μέτρα όπισθεν ώστε οι μπροστινές ρόδες του αυτοκινήτου να είναι στο υπερυψωμένο τμήμα που ήταν και η είσοδος του αρχαιολογικού χώρου. Ανάβει τους προβολείς και όπως ήταν το όχημα σε κεκλιμένη θέση τα φώτα χτύπησαν εκεί ακριβώς που γινόταν η επέμβαση. Παρά την γκρίνια και τις φωνές του γερανίστα «δεν γίνεται τίποτα, πάμε να φύγουμε», εμείς επιμέναμε και σε μισή ώρα όλα είχαν τελειώσει. Επιμέναμε γιατί ξέραμε ότι την επόμενη θα είχαμε βροχές και θα ήταν αδύνατη η πρόσβαση του γερανού στον χώρο αυτό για αρκετό καιρό. Η παρέμβαση του κου. Χαράλαμπου Μπακιρτζή έδωσε τη λύση στη δύσκολη αυτή φάση των εργασιών μας.